- καρδιόπονος
- ο (Α καρδιόπονος)πόνος τής καρδιάςνεοελλ.μτφ. μεγάλη θλίψη, στενοχώριααρχ.πόνος τού στομάχου, στομαχόπονος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδιόπονος — ο πόνος της καρδιάς: Μ έχει πιάσει ένας καρδιόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
καρδιοπονώ — άω (Α καρδιοπονῶ, έω) [καρδιόπονος] νεοελλ. μτφ. στενοχωρούμαι πολύ, θλίβομαι αρχ. (για φόβο) αισθάνομαι πόνο στην καρδιά … Dictionary of Greek